ἐπικίδνατε

ἐπικίδνατε
ἐπικίδνημι
spread over
pres imperat act 2nd pl
ἐπικίδνημι
spread over
pres ind act 2nd pl
ἐπικίδνημι
spread over
imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επικίδνημι — ἐπικίδνημι (Α) εκτείνω, εξαπλώνω, διαχέω (α. «ἀλλ’ ἴτον ἐξ ἀδύτοιο, κακοῑς δ’ ἐπικίδνατε θυμόν», Ηρόδ. β. «ὅσον τ’ ἐπικίδναται ἠώς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *κίδνημι, ενεργ. τ. τού ρ. κίδναμαι «εκτείνομαι», που απαντά μόνο εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”